- υδρολογικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδρολογία ή στον υδρολόγο2. φρ. α) «υδρολογικές επιστήμες»γεωλ. οι επιμέρους κλάδοι τής υδρολογίας, μεταξύ τών οποίων περιλαμβάνονται η υδραυλική, η υδρομετεωρολογία, η υδρογραφία, η υδρομετρία, η ποταμολογία, η λιμνολογία, η παγετωνολογία, η κρυολογία, η υδρογεωλογία, η υδροβιολογία, η υδροοικολογία κ.ά.β) «υδρολογικά πρότυπα [ή μοντέλα]»γεωλ. φυσικές και μαθηματικές προσομοιώσεις που χρησιμοποιούνται στη μελέτη διαφόρων φάσεων τής υδρολογίας και στην αλληλεπίδραση τών υδρολογικών συστημάτωνγ) «υδρολογικός κύκλος»γεωλ. κύκλος που περιλαμβάνει τη συνεχή κυκλοφορία τού νερού στο σύστημα Γη-υδρόσφαιρα-ατμόσφαιρα, κατά την οποία συντελούνται διάφορες διεργασίες, μεταξύ τών οποίων κυριότερες είναι η εξάτμιση, η διαπνοή, η συμπύκνωση, η βροχόπτωση και τα άλλα κατακρημνίσματα, καθώς και η επιφανειακή απορροήδ) «υδρολογικός χάρτης»γεωλ. χάρτης που παρουσιάζει διάφορα υδρολογικά χαρακτηριστικά, όπως είναι οι ποταμοί και τα άλλα υδάτινα ρεύματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρολογία. Η λ. μαρτυρείται απότο 1894 στον Α. Παπαδήμα].
Dictionary of Greek. 2013.